- κάματος
- ο1) усталость, утомление (после тяжёлой работы); 2) пахота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάματος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοις — κάματος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτου — κάματος toil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτους — κάματος toil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)